ΑρχικήΆρθραΉθη και ΈθιμαΓάμος (Νούμτα)

ΑΡΘΡΑ - ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ


Γάμος (Νούμτα)

ΙεροπηγήΤΕΤΑΡΤΗ – Το κοπάνισμα του σιταριού
Το απόγευμα της Τετάρτης πριν το γάμο στο κονάκι του γαμπρού μαζεύονταν όλα τα κορίτσια και οι γυναίκες από το σόι στην αυλή. Η μητέρα του γαμπρού έστρωνε στη μέση της αυλής υφαντά στρωσίδια και στη συνέχεια πάνω σε αυτά έριχνε ένα σωρό από σιτάρι ανακατεμένο με καραμέλες και σταφίδες

templatemo.com

 

Αφού "καθάριζαν" το σιτάρι το έβαζαν μέσα σε ένα άσπρο υφασμάτινο σακούλι και αυτό με τη σειρά του το έβαζαν σε ένα υφαντό σακί. Τοποθετούσαν στη μέση ένα μεγάλο κούτσουρο πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το σακί με το σιτάρι.
Όλα ήταν πλέον έτοιμα για να ξεκινήσει το κοπάνισμα του σιταριού. Με τον κόπανο που έπλεναν τα ρούχα, ξεκινούσαν τρία αγόρια (για να είναι αρσενικό το πρώτο παιδί του ζευγαριού), αφού πρώτα εύχονταν να ζήσει το ζευγάρι, ενώ οι γυναίκες ολόγυρα τραγουδούσαν.
Έπειτα όλες οι γυναίκες ανά δύο κοπάνιζαν το σιτάρι έως ότου να ξεφλουδιστεί. Ενδιάμεσα έριχναν στο σακί νερό με το γκιούμι για να μαλακώσει το σιτάρι.
Στο τέλος το έπλεναν καλά και το τοποθετούσαν σε μπακιρένιο καζάνι για να το μαγειρέψουν την επόμενη μέρα.
Οι άντρες την ημέρα αυτή και στα δύο κονάκια κατασκεύαζαν ξύλινο στέγαστρο «κουτάρο» σχήματος θολωτού, και αυτό θα ήταν το μέρος που θα κάθονταν οι καλεσμένοι του γάμου και θα γίνονταν το γλέντι. Μόλις νύχτωνε, στο σπίτι του γαμπρού και αφού είχαν τελειώσει το κοπάνισμα του σιταριού οι γυναίκες έφτιαχναν τα «κιρίτσια», μάλλινες πολύχρωμες φούντες τις οποίες θα χρησιμοποιούσαν την επόμενη μέρα για να στολίσουν τα φλάμπουρα του γάμου. Το μαλλί που χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τις φούντες το είχε βάψει η μητέρα του γαμπρού με φυσικά χρώματα την Μεγάλη Πέμπτη.

ΠΕΜΠΤΗ – Τα ξύλα της χαράς (σουρτσέλια)
Το πρωί της Πέμπτης στόλιζαν τραγουδώντας την κουλούρα και μετά οι γυναίκες έπαιρναν το δρόμο για τον τοποθεσία στο δάσος όπου θα έκαναν τα «σουρτσέλια».
Όταν έφταναν στο δάσος μάζευαν δεμάτια ξύλα τα οποία θα χρησιμοποιούσαν για να ψήσουν τις κουλούρες και τα αρνιά.
Αφού τελείωναν με τα δεμάτια έστρωναν καταγής υφαντό τραπεζομάντιλο και έβαζαν πάνω τη στολισμένη κουλούρα, φρέσκο τυρί, ελιές, χαλβά και καραμέλες.
Η κουμπάρα (νούνα) έσπαζε τη κουλούρα στο κεφάλι της (το κόψιμο με το μαχαίρι σήμαινε γκρίνια για το ζεύγος) και την μοίραζε σε όλες τις γυναίκες μαζί με τα υπόλοιπα προσφάγια.
Ένα κομμάτι από τη κουλούρα η πεθερά το τοποθετούσε στον πλησιέστερο θάμνο για να το φάνε τα πουλιά. Όταν τελείωναν το φαγητό ξεκινούσαν να φτιάξουν τα 3 φλάμπουρα του γάμου, ράβοντας με βελόνι χρωματιστά υφάσματα πάνω σε ξύλινα κοντάρια. Επίσης πάνω στα φλάμπουρα έραβαν και τις μάλλινες φούντες (κιρίτσια), που είχαν φτιάξει το προηγούμενο βράδυ, σε σχήμα λουλουδιού ή σαλίγκαρου στη μέση του οποίου τοποθετούσαν κουδουνάκια. Στην κορυφή τα κοντάρια είχαν το σχήμα του σταυρού και εκεί τοποθετούσαν τρία μήλα. Το φλάμπουρο της νύφης ήταν το πιο προσεγμένο και το ομορφότερο.
Με το τελείωμα του ραψίματος την κλωστή που περίσσευε την έπαιρνε η αδερφή του βλάμη (φουρτάτου), τα βελόνια τα έμπηγαν μέσα στο χώμα και τα προσφάγια που περίσσευαν τα άφηναν στο σημείο διότι δεν έπρεπε να τα επιστρέψουν στο κονάκι του γαμπρού. Επίσης η μάνα του γαμπρού άφηνε ένα κομμάτι από την κουλούρα σε ένα θάμνο και μια φούντα.
Καθώς πλέον ήταν όλα έτοιμα, τρεις γυναίκες έπαιρναν η καθεμία στον ώμο από ένα φλάμπουρο και χόρευαν.. Έπειτα τα έδιναν σε τρία μικρά αγόρια τα οποία προπορεύονταν της πομπής, ενώ οι γυναίκες ζαλωμένες με τα δεμάτια ξύλων και έπαιρναν το δρόμο για το κονάκι του γαμπρού τραγουδώντας.
Κατά τη διάρκεια της επιστροφής σταματούσαν τρεις φορές στο δρόμο για να χορέψουν με τα φλάμπουρα τρεις κύκλους.
Στο μεταξύ τρία κορίτσια είχαν ξεκινήσει νωρίτερα για το κονάκι του γαμπρού κρατώντας στα χέρια τους πράσινα κλαδιά. Φτάνοντας εκεί οι γιαγιάδες που είχαν μείνει πίσω, έδιναν στα κορίτσια μαστραπάδες με νερό και αυτές έτρεχαν πίσω για να προλάβουν να δώσουν το νερό να ξεδιψάσουν τις γυναίκες. Τα τρία αυτά κορίτσια δεν έπρεπε κατά την επιστροφή στο κονάκι του γαμπρού να μιλήσουν μεταξύ τους και να γυρίσουν πίσω το κεφάλι τους για να κοιτάξουν την πομπή που ακολουθούσε.
Όταν οι γυναίκες έφταναν στην αυλή του γαμπρού χόρευαν και η γιαγιά τους έριχνε ρύζι. Στη συνέχεια τοποθετούσαν τα τρία φλάμπουρα πάνω στην καλύβα και τα έδεναν με πολύχρωμα σκοινιά τα οποία είχαν φτιάξει- συνήθως η γιαγιά - για αυτόν ακριβώς το σκοπό. Ακολουθούσε τραπέζι με το μαγειρεμένο σιτάρι που είχαν κοπανίσει το προηγούμενο βράδυ.

Παρασκευή

Προζύμια – Ψήσιμο
Την Παρασκευή το πρωί και τα δύο κονάκια ασχολούνταν με το ζύμωμα και ψήσιμο των κουλούρων καθώς και των ψωμιών του γάμου.
Τις κουλούρες του γάμου τις έφτιαχναν με ρεβιθάλευρο . Στην αρχή μια κοπέλα με μάνα και πατέρα «έπιανε» το προζύμι και στη συνέχεια η πεθερά άρχιζε το ζύμωμα, ενώ γύρω γύρω οι γυναίκες τραγουδούσαν.
Στη συνέχεια άναβαν τους φούρνους και έψηναν τις κουλούρες και τα ψωμιά. Ενώ οι γυναίκες έψηναν τις κουλούρες, οι άντρες ασχολούνταν με το ψήσιμο των προβάτων. Στο ψήσιμο βοηθούσαν όλοι οι συγγενείς. Έψηναν πάρα πολλά πρόβατα αλλά εκτός από τα ψητά μαγείρευαν σε καζάνια στιφάδο με πρόβειο κρέας, κρεμμύδια και κόκκινο πιπέρι, το πολύ νόστιμο φαγητό του γάμου. Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι το φαγητό αυτό δε μπορούσε να το μαγειρέψει οποιαδήποτε γυναίκα αλλά μαγείρισσες με ικανότητες στο μαγείρεμα σε καζάνι.
Το ίδιο γίνεται και σήμερα στην Ιεροπηγή, κάθε φορά που γίνεται ένας γάμος την Παρασκευή το βράδυ ψήνουν τα πρόβατα και φυσικά συμμετέχει όλο το χωριό.

Σάββατο
Το Σάββατο πρωί οι γυναίκες καταπιάνονταν με το μαγείρεμα του φαγητού.
Αργότερα στα δύο κονάκια έφθαναν οι καλεσμένοι, η πρόσκληση για το γάμο είχε γίνει από κορίτσια της οικογένειας μια βδομάδα πριν από το γάμο με καραμέλες που είχαν μέσα σε μικρό κεντητό τορβά. Οι στενοί συγγενείς έφερναν για δώρα του γάμου σφαχτά (κανίσκια), κουλούρες καθώς και χρηματικά ποσά ή δώρα συνήθως μπακιρένια. Αργότερα αντικατέστησαν τις κουλούρες με αλεύρι που πήγαιναν μαζί με το δώρο ή το φάκελο με τα χρήματα.
Το απόγευμα έρχονταν και τα όργανα. Ο πρώτος σκοπός ήταν μοιρολόι και παίζονταν μέσα στο σπίτι, κερνούσαν τα όργανα και έβαζαν στον ώμο κάθε οργανοπαίχτη από μια λευκή πετσέτα.
Στη συνέχεια έβγαιναν έξω και ξεκινούσε το γλέντι στην αυλή. Οι γυναίκες έτρωγαν πρώτες και ξεχωριστά από τους άντρες, επίσης χόρευαν χωριστά. Οι χοροί που χόρευαν ήταν στα τρία, Πωγωνίσιο, Ζαγορίσιο, χοροί της Β. Ηπείρου κυρίως το Μπεράτι, ενώ αγαπημένος χορός ήταν επίσης το τσάμικο.

Από τα περισσότερο γνωστά πολυφωνικά τραγούδια που ακούγονταν είναι το εξής:

Τσι στα περγιε νέλι νέλι
μα τι ντάλι σουφρουτσέλι
όκιε λάι σι νάρα στράπτε
σουφουρτιάου μιστικάτε
ντάλι μπούτζε κα κιράσιε
τις του ίνιμε μι άρσι
φάτσιλι ρόσι κα μέρι
τι βιτζούι σ΄μπιγκάι κιντέρι
μίνι βόι στι φάκ μουγέρι
Τι σου κάθονται τα μαλλιά σγουρά
μα τα δυο σου τα φρύδια
τα μάτια μαύρα και η μύτη τραβηγμένη
τα φρύδια σμιχτά
τα δυο χείλη σαν κεράσι
μέσα στην καρδιά με έκαψαν
τα μάγουλα κόκκινα σα μήλα
σε είδα και έβαλα καημό
εγώ θέλω να σε κάνω γυναίκα μου

Η νύφη αργότερα τη νύχτα στολισμένη και φορώντας το δεύτερο φουστάνι – όπως το ονόμαζαν – έβγαινε από την καλύβα για να χορέψει στην αυλή με τους συγγενείς της συνοδευμένη από το νουνό της. Πρώτα χόρευε ο νουνός της και στη συνέχεια η νύφη και όλοι οι συγγενείς.

Κυριακή του γάμου

Στο κονάκι της νύφης
Στο κονάκι της νύφης την Κυριακή το πρωί έβγαζαν τη προίκα και τα δώρα της στην αυλή για να μπορέσουν έτσι να τη δουν όλοι, κάτω από τον ήχο της κομπανίας. Η ποσότητα αλλά και το είδος της προίκας αποτελούσε κριτήριο για τη νοικοκυροσύνη της νύφης και της μάνας της. Στη συνέχεια μάζευαν την προίκα σε σακιά για να είναι έτοιμη να τη φορτώσουν όταν θα έρχονταν οι συμπέθεροι να πάρουν τη νύφη. Ακολουθούσε τραπέζι για όλους τους συγγενείς.
Το φόρεμα της νύφης συνήθως είχε χρώμα κόκκινο, σε σπάνιες περιπτώσεις πράσινο ή μπλε. Στην πλάτη της σχημάτιζαν σταυρό με δυο βελόνες, στο πρόσωπο της καλύπτονταν με λευκό λεπτό αραχνοΰφαντο μαντήλι κεντημένο με χάντρες και πούλιες για να μη φαίνεται το πρόσωπο της όταν θα έρχονταν οι συμπέθεροι, επίσης είχε και τα χέρια της καλυμμένα με μαντήλι. Το παπούτσι, της το φορούσε ο αδελφός της. Τα κορίτσια από γύρω τραγουδούσαν :

Λα σιγκούνι βίνιτε
μιράκου του ίνιμε
τι ουν σμπόρου τσι σντεμεντάι
βιν ακάσε νου τι αφλάι
πιτ μπαξιάτς μόι αλεγκάι
λιλούτσιε ρόσι αντουνάι
τούμπι τούμπι λι λιγκάι
πιτ λα τζιόνιε λι πιρτσάι
Βρε σιγκούνι γαλανό
μεράκι στην καρδιά μου
για ένα λόγο που σου παρήγγειλα
ήρθα στο σπίτι δε σε βρήκα
στους μπαξέδες γυρνούσες
λουλούδια κόκκινα μάζευες
ματσάκια τα έδενες
στους λεβέντες τα έδινες

Όταν ή νύφη ήταν έτοιμη, οι συγγενείς της έμπαιναν στην καλύβα για να δουν, να καμαρώσουν τη νύφη και ευχόμενοι την κερνούσαν χρήματα. Η νύφη έχοντας από αριστερά και δεξιά της δύο άντρες της οικογένειας (αδέλφια, θείοι ή πρώτα ξαδέλφια), έβγαινε στην αυλή και ξεκινούσε ο χορός όλων των συγγενών με τη νύφη. Πρώτος θα ξεκινούσε το χορό ο αδελφός της. Τελειώνοντας ο χορός με όλους η νύφη έμπαινε πάλι στην καλύβα και όλοι περίμεναν πλέον τους συμπεθέρους.

Στο κονάκι του γαμπρού

Την Κυριακή το πρωί στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονταν οι γυναίκες για να στολίσουν τις κουλούρες, μία για να καλέσουν τον κουμπάρο, μία για το βλάμη και μια για τη νύφη. Στη συνέχεια με τη συνοδεία οργάνων και το φλάμπουρο μπροστά πήγαιναν στο βλάμη και έπειτα στον κουμπάρο. Μετά την επιστροφή στο κονάκι του γαμπρού έστρωναν τραπέζι.
Όταν τελείωναν με το τραπέζι ο γαμπρός κάθονταν σε μια καρέκλα στην είσοδο του «κουτάρου» και τον ξύριζε ο κουμπάρος ή ένας μπαρμπέρης ενώ γύρω του οι συγγενείς τραγουδούσαν και έριχναν κέρματα σε μπακιρένιο δοχείο με νερό που ήταν τοποθετημένο στα πόδια του γαμπρού.
Μετά που τελείωνε το ξύρισμα του γαμπρού, οι συγγενείς ένας – ένας ασήμωναν το γαμπρό και του εύχονταν. Κατόπιν ο γαμπρός έμπαινε στην καλύβα και εκεί φορούσε τη γαμπριάτικη του φορεσιά ,παλαιότερα φουστανέλα έπειτα μπουραζάνα ή κιλότα. Στο γιλέκο και συγκεκριμένα στη πλάτη σχημάτιζαν – όπως και στη νύφη - ένα σταυρό με δύο βελόνες για να ‘χτυπάει’ το κακό μάτι, στη τσέπη του έβαζαν ένα κλειδί για να κλειδώσει τα κακά στόματα και ένα νόμισμα στο τσαρούχι.
Ο γαμπρός έτοιμος πλέον στέκονταν στην είσοδο της καλύβας, και η μάνα του έριχνε με ασημένιο μαστραπά νερό στην άκρη του σακακιού του παππού και στην ποδιά της γιαγιάς και ο γαμπρός έσκυβε να πιει νερό για να πάρει την ευχή έτσι από τους παππούδες του. Στη συνέχεια η μάνα άφηνε το μαστραπά στα πόδια του γαμπρού, του έβαζε ένα νόμισμα στο στόμα και αυτός με τη σειρά του έριχνε το νόμισμα μέσα στο μαστραπά και τον κλωτσούσε με το δεξί πόδι προς τα έξω.
Έτσι το ψίκι ξεκινούσε, μπροστά πήγαινε η αδερφή του γαμπρού με τη στολισμένη κουλούρα στο κεφάλι και το δισάκι του γάμου στον ώμο που περιείχε ένα λευκό κεντητό μαντήλι, πλάτη ενός ψητού προβάτου, ένα μπουκάλι ούζο και καραμέλες- κουφέτα. Ο γαμπρός ανέβαινε σε άλογο του οποίου την πλάτη είχαν ρίξει κόκκινη κεντητή μπατανία. Ο βλάμης κρατούσε το φλάμπουρο και όλοι μαζί οι συγγενείς τραγουδώντας ξεκινούσαν για το κονάκι της νύφης.
Πλησιάζοντας οι συμπέθεροι στο κονάκι της νύφης με τρεις πυροβολισμούς ενημέρωναν τους συγγενείς της νύφης ότι κατέφθασαν, ενώ εκείνοι ανταπέδιδαν τους πυροβολισμούς επιτρέποντας έτσι την είσοδο τους στον οικισμό. Στη συνέχεια οι συγγενείς της νύφης ο ένας δίπλα από τον άλλο με μπροστάρηδες τους γηραιότερους της οικογένειας υποδέχονταν τους συμπεθέρους. Ένα αγοράκι έπαιρνε τη σημαία από το βλάμη και την έβαζε στο ψηλότερο σημείο της καλύβας.
Ενώ ο γαμπρός με το βλάμη και τις γυναίκες περίμεναν όρθιοι στην αυλή, οι άντρες συγγενείς του γαμπρού με πρώτο τον πατέρα του γαμπρού έμπαιναν ο ένας μετά τον άλλο στην καλύβα. Η νύφη σε στάση προσοχής με το πρόσωπο καλυμμένο με βέλο φιλούσε το χέρι των συμπεθέρων οι οποίοι την χαιρετούσαν και την κερνούσαν με νομίσματα. Βγαίνοντας από την καλύβα τους κερνούσαν ούζο και στη συνέχεια έστρωναν τραπέζι για όλους.
Οι γυναίκες με τη σειρά τους με πρώτη την αδελφή του γαμπρού ( η μητέρα του γαμπρού έμενε πίσω στο σπίτι στον αρραβώνα αλλά και στο γάμο) έμπαιναν στην καλύβα. Μπαίνοντας αντάλλασαν τις κουλούρες, χαιρετούσαν και κερνούσαν τη νύφη και η αδελφή του γαμπρού έβγαζε το βέλο που φορούσε η νύφη και της φορούσε το βέλο που είχε φέρει, συνήθως τις φορούσαν και κάποιο κόσμημα (κιουστέκι, τσαπράκι, φλουριά). Γύρω από τη νύφη τραγουδούσαν τραγούδια όπως είναι τα παρακάτω:

Τσι’ άι ντι στάι ασέ
σ' τσι άι ντι στάι νιρίτε
να κά σβίνι ρέου
να κα σβίνι φρίκε
τσι’άι ντι στάι ασέ
τσι’άι ντι στάι κου νάρι
παρέα τσι σ’σβίνι
ε ντι σόι μάρι
μεράτα ντι μίνι βιργίτα ντι τουτς
άτα ιν τζέτσι στε
σ΄τάτι ιν τζέτσι φουτζ
Τι έχεις και κάθεσαι έτσι
και γιατί κάθεσαι θυμωμένη
μήπως λυπάσαι
ή μήπως φοβάσαι
τι έχεις και κάθεσαι έτσι
τι έχεις και είσαι ψηλομύτα
η παρέα που σου ήρθε
είναι από μεγάλο σόι
εγώ η καημένη μαλωμένη από όλους
η μάνα μου λέει μείνε
και ο πατέρας φύγε

Ο πατέρας του γαμπρού ζητούσε το σημάδι (μαντήλι με τη λίρα – σέμνου) με το οποίο είχε αρραβωνιάσει τη νύφη του. Η μητέρα της νύφης έβαζε τότε στη τάβλα το σημάδι, τις καραμέλες κουφέτα και ένα μπουκάλι ούζο, ενώ από το κεντητό δισάκι που είχαν μαζί τους οι συγγενείς του γαμπρού έβγαζαν τις δικές τους καραμέλες – κουφέτα, ένα μπουκάλι ούζο το οποίο ήταν κεντημένο με πολύχρωμες χάντρες και μία πλάτη ψητού προβάτου. Όπως και στον αρραβώνα σε μπακιρένιο ταψί (σινί) ανακάτευαν οι δύο συμπέθεροι τα κουφέτα και των δύο πλευρών μαζί με το σημάδι, κίνηση που σήμαινε την ένωση των δύο οικογενειών. Πρώτος ο πατέρας του γαμπρού και στη συνέχεια ο πατέρας της νύφης ακουμπούσαν το μαντήλι με το σημάδι στα μαλλιά τους και έπιναν ούζο και από τα δύο μπουκάλια ευχόμενοι «να ζήσουν να ασπρίσουν σαν τα μαλλιά» και «να μας προκόψουν». Το σημάδι και τα δύο μπουκάλια περνούσαν από χέρι σε χέρι σε όλους τους παρευρισκόμενους.
Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία ένας από τους συγγενείς της νύφης – συνήθως ο αδελφός ή θείος της- έβγαζε το γαμπρό και το βλάμη στην αυλή και ξεκινούσε ο χορός. Στη συνέχεια χόρευε ο γαμπρός στον οποίο οι συγγενείς της νύφης κρεμούσαν λεφτά στο πέτο του και κερνούσαν τα όργανα και μετά ο βλάμης. Η μητέρα της νύφης κατά τη διάρκεια του χορού τοποθετούσε στους ώμους του γαμπρού και του βλάμη λευκό μαντήλι για να ξεχωρίζουν. Με το γαμπρό χόρευαν και οι στενοί συγγενείς.
Με το τέλος του χορού έφθανε και η ώρα της αποχώρησης. Τα παλαιότερα χρόνια έπαιρναν και τη προίκα της νύφης εκείνη την στιγμή, ενώ αργότερα αυτό γίνονταν την Πέμπτη πριν το γάμο. Πρώτοι ξεκινούσαν να φύγουν από το κονάκι της νύφης ο γαμπρός μαζί με το βλάμη, ακολουθούσαν οι συγγενείς του γαμπρού αφού πρώτα πλήρωναν την προίκα και τη φόρτωναν στα άλογα. Ο κουμπάρος πλήρωνε και το φλάμπουρο στο παιδί που την κρατούσε καθώς χωρίς το φλάμπουρο ήταν αδύνατο να ξεκινήσουν για την επιστροφή στο κονάκι του γαμπρού. Τέλος στη είσοδο της καλύβας κρέμονταν μια κόκκινη φλοκάτη από την προίκα της νύφης την οποία πλήρωνε για να την πάρει ο πεθερός.
Η νύφη έχοντας αριστερά και δεξιά της τα αδέλφια της ή πολύ στενούς συγγενείς όταν δεν είχε αδέρφια και έβγαινε από την καλύβα. Στην έξοδο μπροστά στα πόδια της τοποθετούσαν ένα μπακιρένιο μαστραπά και ένα νόμισμα στο στόμα της, τότε η νύφη έριχνε το νόμισμα στο μαστραπά και τον κλωτσούσε προς τα έξω. Γυρνούσε προς την είσοδο του σπιτιού και προσκυνούσε τρεις φορές, χαιρετούσε τους συγγενείς της οι οποίοι την ξεπροβόδιζαν έως έξω από το κονάκι τραγουδώντας.
Τη νύφη την περίμεναν στα μισά της διαδρομής οι συγγενείς του γαμπρού όπου και την παρέδιδε ο πατέρας της. Τη νύφη ανέβαζε σε ένα άσπρο άλογο ο πατέρας της ή τα αδέλφια της στην πλάτη του οποίου είχαν στρώσει κόκκινη ολοκέντητη μπατανία. καθώς ανέβαινε αριστερά και δεξιά από το άλογο κρατούσαν ανοιχτές φλοκάτες για να μη φανούν τα πόδια της. Οι συγγενείς της νύφης κατόπιν αυτού επέστρεφαν στο κονάκι τους και η νύφη ξεκινούσε πλέον μόνη της για τη νέα κατοικία της με το νέο σόι της. Τα γκέμια από το άλογο της νύφης τα έδεναν στο άλογο του πεθερού της που προπορεύονταν, ενώ ένας στενός συγγενής του γαμπρού συνήθως αδελφός ή θείος περπατούσε δίπλα από το άλογο της νύφης. Κατά την επιστροφή η νύφη στέκονταν αμίλητη πάνω στο άλογο, ενώ γύρω της τραγουδούσαν και χόρευαν.
Πρώτος έφθανε στο κονάκι ο γαμπρός ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν έπρεπε να γυρίσει το κεφάλι του προς τα πίσω να κοιτάξει τη νύφη για να μη μοιάσουν τα παιδιά τους προς το σόι της. Ο γαμπρός και η νύφη κατέβαιναν από τα άλογα και ξεκινούσαν για το καλύβι που θα γίνονταν η στέψη. Μια γυναίκα από το σόι του γαμπρού που προπορεύονταν και περπατώντας ανάποδα κοιτάζοντας τους δηλαδή, ράντιζε με ούζο το δρόμο από τον οποίον περνούσαν ο γαμπρός και η νύφη για να πάνε στην καλύβα, κίνηση που πίστευαν ότι ξόρκιζε το οποιοδήποτε κακό και τα μάγια.
Στην είσοδο της καλύβας έβγαιναν τα πεθερικά της νύφης τα οποία της δώριζαν κοσμήματα. Η πεθερά έδινε στη νύφη ένα κομμάτι βούτυρο και η νύφη άλειφε στην είσοδο πάνω, κάτω, δεξιά και αριστερά στο σχήμα του σταυρού και ακολουθούσε το λουκούμι που έτρωγαν εναλλάξ πεθερά και νύφη.
Όλα ήταν πλέον έτοιμα για την είσοδο στην καλύβα. Η πεθερά είχε στρώσει μάλλινο λευκό δίμιτο διάδρομο για να πατήσει πάνω σε αυτό το ζευγάρι καθώς έμπαινε στην καλύβα ενώ στις μασχάλες της νύφης έβαζε δύο ψωμιά. Μέσα στην καλύβα η πεθερά έπαιρνε τη νύφη και την οδηγούσε στην εστία όπου και προσκυνούσε, κίνηση που συμβόλιζε τη μόνιμη εγκατάσταση και το ρίζωμα της νύφης στο καινούριο σπιτικό της. Στην αγκαλιά της νύφης έδιναν και τρία μικρά αγοράκια ενώ αυτή τους κερνούσε καραμέλες. Στη συνέχεια οι γηραιότερες που δεν είχαν ευχηθεί ακόμη στη νύφη της εύχονταν ενώ οι νεότερες τραγουδούσαν.
Μετά το τέλος του μυστηρίου το ζευγάρι των νεόνυμφων έβγαινε στην αυλή.
Ξεκινούσε τότε η διαδικασία να βγάλουν από τα σακιά την προίκα της νύφης που αποτελούνταν από υφαντές κουβέρτες, φλοκάτες, υφαντά μαξιλάρια και ταγάρια καθώς και από ένα ξύλινο σκαλιστό σεντούκι που περιείχε τα ρούχα της νύφης και να την εκθέσουν στην αυλή για να τη δουν όλοι οι παρευρισκόμενοι. Στην προίκα της νύφης συμπεριλαμβάνονταν και τα δώρα προς όλους τους συγγενείς. Τα δώρα αυτά ήταν λευκή φλοκάτη για το πεθερό και το κουμπάρο, κόκκινη φλοκάτη για τα αδέλφια του γαμπρού και τους θείους, υφαντές κάλτσες, μαξιλαροθήκες και πετσέτες. Ειδικά για τους ανύπαντρους συγγενείς τα δώρα ήταν υφαντά ή κεντητά ταγάρια που θα χρησιμοποιούνταν στους δικούς τους γάμους. Ο βλάμης ήταν αυτός που μοίραζε τα δώρα στους συγγενείς φωνάζοντας δυνατά το όνομα του καθενός.
Μόλις τελείωναν με τα δώρα μάζευαν την προίκα και ξεκινούσε ο χορός. Πρώτος στη σειρά ξεκινούσε ο κουμπάρος, δίπλα του η νύφη και ο γαμπρός και ακολουθούσαν οι άντρες και οι γυναίκες συγγενείς. Μετά το χορό του κουμπάρου χόρευε η νύφη και τη δώριζε λεφτά όλο το σόι του γαμπρού.Στη συνέχεια χόρευε ο γαμπρός και ακολουθούσε όλο το σόι.
Τα νιόγαμπρα στο τέλος του γλεντιού οδηγούνταν για ύπνο σε καινούργια καλύβα που είχε φτιαχτεί για το σκοπό αυτό. Το νυφικό κρεβάτι είχε στρωθεί και στολιστεί κάποιες μέρες πριν από τα γάμο με λουλούδια, καραμέλες, σταφίδες και κέρματα, επίσης για να είναι το πρώτο παιδί του ζευγαριού αγόρι είχαν βάλει πάνω στο κρεβάτι να καθίσει ένα αγοράκι.

Δευτέρα μετά το γάμο
Το πρωί της Δευτέρας η νύφη μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες από το σόι που είχαν φέρει για τη νύφη γλυκές πίτες, πήγαιναν στη βρύση για νερό. Η νύφη έπρεπε να ρίξει νερό για να πλυθούν όλοι οι συγγενείς φιλώντας τους το χέρι, ενώ του πεθερού της έπρεπε να πλένει και τα πόδια.
Τη Δευτέρα το βράδυ όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν για να «σπάσουν» την κουλούρα που είχαν ανταλλάξει την προηγούμενη μέρα που είχαν πάει να πάρουν τη νύφη. Στην αρχή η νύφη κερνούσε με ένα δίσκο ούζο όλους τους παρευρισκόμενους και εκείνοι με τη σειρά τους ευχόμενοι έριχναν λεφτά στο δίσκο. Την κουλούρα έσπαζε στο κεφάλι του ο βλάμης και τη μοίραζε σε όλους τους παρευρισκόμενους και φυσικά δεν έτρωγαν μόνο την κουλούρα αλλά ακολουθούσε τραπέζι με ψητά και ποτό και τραγούδια. Η νύφη ήταν πλέον μέλος της νέας της οικογένειας. Αντίστοιχο τραπέζι και γλέντι γίνονταν τη Δευτέρα το βράδυ και στο κονάκι της νύφης.
Σαράντα μέρες μετά το γάμο αν η απόσταση το επέτρεπε, η νύφη επέστρεφε στο πατρικό της σπίτι με μια γλυκιά πίτα ως επισκέπτρια πλέον, τα λεγόμενα «επιστρόφια».
Οι βλάχοι τιμούσαν -αλλά και σήμερα τιμούν - ιδιαίτερα τη νύφη γιατί στο πρόσωπο της έβλεπαν τη συνέχεια της οικογένειας τους. Τον πρώτο χρόνο του γάμου οι συγγενείς καλούσαν ένα βράδυ το γαμπρό και τη νύφη στη καλύβα τους και τους έκαναν το τραπέζι.

Γενικά
Τον πρώτο λόγο στο νοικοκυριό και στο σπίτι γενικότερα τον είχε η πεθερά ( έτσι και αλλιώς συνήθως στην οικογένεια επικρατούσε μητριαρχία). Η νύφη αποκτούσε δικαίωμα γνώμης όταν αποκτούσε παιδιά. Μετά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού επίσης αποκολλούσε την ασημένια πλάκα από το τσουπάρι της, αφήνοντας μόνο το δερμάτινο κάλυμμα.
Η νύφη ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού αλλά και με την επεξεργασία του πρόβειου μαλλιού έτσι έγνεθε, ύφαινε αλλά και έραβε τα ρούχα για όλη την οικογένεια. Όπως αναφέρουν και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι βλάχοι μπόρεσαν και κρατήθηκαν σε δύσκολες εποχές όπως π.χ. στην Κατοχή γιατί οι γυναίκες επεξεργάζονταν το μαλλί και μπορούσαν έτσι να ντυθούν αλλά και να πουλήσουν τα υφαντά τους όταν χρειάζονταν καθώς επίσης εξαιτίας της ασχολίας τους με την κτηνοτροφία δεν πείνασαν ποτέ παρόλο που ήταν στα βουνά σε αντίθεση με ότι γίνονταν στις πόλεις.
Το όνομά της νύφης πλέον ήταν αντίστοιχο του άντρα της – δεν χρησιμοποιούσε πλέον το βαφτιστικό της- έτσι το όνομα μπορεί να ήταν της μορφής «τσαλ Μήτρου», «τσαλ Τσώμα» η γυναίκα του Μήτρου, η γυναίκα του Θωμά αντίστοιχα. Δεν αποκαλούσε τον άντρα της με το όνομα του – ήταν ντροπή- όταν ήθελε να του πει κάτι τον αποκαλούσε «λάι μπουρμπάτε» δηλαδή «βρε άντρα». Παρόμοια και ο άντρας την αποκαλούσε «ω! λα μουγέρι» δηλαδή «εσύ βρε γυναίκα».

.