ΑΡΘΡΑ - ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Προξενιό - Αρραβώνας
Οι Βλάχοι συνήθιζαν να αρραβωνιάζουν τα παιδιά τους πριν ακόμα γεννηθούν, αρκούσε ο λόγος μεταξύ των δύο γονιών - μελλοντικών συμπεθέρων.
Έτσι αν γεννιόνταν αγόρι και κορίτσι ίσχυε ο λόγος του αρραβώνα πριν τη γέννηση, σε αντίθετη περίπτωση αν γεννιόνταν 2 αγόρια τότε γίνονταν όταν μεγάλωναν βλάμηδες, αν γεννιόνταν κορίτσια γίνονταν αδελφοποιτές.
Ότι αναφέρεται στο παρών κείμενο προέρχεται από αφηγήσεις των παππούδων και γονιών μας, καθώς και από έθιμα που είδαμε και ζήσαμε σε γάμους που έχουν γίνει τηρώντας κάποια από τα έθιμα.
Έδιναν ιδιαίτερη σημασία και το βασικό κριτήριο στο σόι με το οποίο θα συμπεθέρευαν. Οι γάμοι από αγάπη ήταν απαγορευτικοί και γι’ αυτό ήταν σπάνιοι.
Ο πατέρας του γαμπρού πήγαινε να ζητήσει από τον πατέρα της κοπέλας να γίνουν ένα σπίτι. Αν η πρόταση δεν γίνονταν δεκτή, αποχωρούσε και κατευθύνονταν στη επόμενη επιλογή του έως ότου γίνονταν δεκτή η πρόταση του. Στην περίπτωση που ο πατέρας της κοπέλας δέχονταν τότε όριζαν επί τόπου την ημέρα των αρραβώνων “δίνοντας το λόγο” για μετά από λίγες μέρες..
Από τη στιγμή που έπιναν το ούζο οι δύο οικογένειες είχαν ήταν συμπέθεροι.
Φυσικά κανένας δε ρωτούσε το γαμπρό και τη νύφη, Απλά τους ανακοίνωναν το νέο!
Αρραβώνας (Σουσέρι)
Την ημέρα του αρραβώνα ο γαμπρός μαζί με τους στενούς συγγενείς του ξεκινούσαν για το κονάκι της νύφης, έχοντας μαζί τους δώρα για τη νύφη, ένα μαντήλι μεταξωτό πάνω στο οποίο είχαν καρφιτσώσει μια χρυσή λίρα. Το μαντήλι με τη λίρα το ονόμαζαν "σέμνου" (σημάδι). Το σημάδι με τη λίρα συμβόλιζε τη δοσοληψία μεταξύ γαμπρού - πεθερού. Στον αρραβώνα δίνονταν το σημάδι ως καπάρωμα της νύφης και στο γάμο που συνήθως γίνονταν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα το επέστρεφαν στο γαμπρό.
Η αδελφή του γαμπρού κρατούσε πάνω στο κεφάλι της την κουλούρα του αρραβώνα, στολισμένη με καραμέλες ενώ στον ώμο είχε ένα κεντητό δισάκι που είχε μέσα ένα μπουκάλι ούζο, το σημάδι, τα δαχτυλίδια και μια σακούλα καραμέλες - κουφέτα.
Φτάνοντας στο κονάκι της νύφης, οι γονείς και συγγενείς της νύφης υποδέχονταν τους συμπεθέρους στην πόρτα και στη συνέχεια τους πήγαιναν να καθίσουν στο μέσο της μεγάλης καλύβας.
Καθισμένοι μπροστά στο σοφρά οι δύο συμπέθεροι έβαζαν ένα μεγάλο ταψί στη μέση και εκεί έριχναν εναλλάξ τις καραμέλες, τα δαχτυλίδια και το μαντήλι με τη λίρα. Στη συνέχεια ανακάτευαν με τα χέρια μέσα στο ταψί όλα τα υπάρχοντα.. Το ανακάτεμα των καραμελών συμβόλιζε την ένωση των δύο οικογενειών σε μία. Στη συνέχεια ο πεθερός, υψώνοντας το μπουκάλι εύχονταν να τους ζήσουν και έπιναν ο ένας μετά τον άλλο από το μπουκάλι με τη σειρά. Ταυτόχρονα με το μπουκάλι που ήταν ολοκέντητο από τη μάνα του γαμπρού με χάντρες, πήγαινε από τον έναν στον άλλον και το μαντήλι με το σημάδι. Οι παρευρισκόμενοι έπαιρναν το μαντήλι και το ακουμπούσαν στα μαλλιά και τα γένια τους ευχόμενοι να ζήσουν πολλά χρόνια όσα και τα μαλλιά τους "σμπινιάτζε, σ' αλγκιάστε, σ' αουσιάστε".
Στο σημείο αυτό εμφανίζονταν η νύφη και κρατώντας ένα δίσκο κερνούσε ούζο τους καλεσμένους οι οποίοι εύχονταν και έριχναν λεφτά στο δίσκο της νύφης. Στη συνέχεια έβαζαν τα δαχτυλίδια και ο πεθερός φορούσε μια χρυσή λίρα στο λαιμό της νύφης. Ακολουθούσε το τραπέζι των αρραβώνων και οι συμπέθεροι αποχωρούσαν έχοντας στα χέρια τους τα δώρα που τους είχε δώσει η νύφη συνήθως κάλτσες και πετσέτες.
Η αρραβωνιασμένη νύφη δεν επιτρεπόταν να πηγαίνει στο σπίτι του γαμπρού, μόνο ο γαμπρός μπορούσε να πάει στο σπίτι της νύφης όταν εκείνη όμως έλειπε! Αν κατά τύχη συναντιόντουσαν έκαναν τα αδύνατα δυνατά να αποφύγουν τη συνάντηση λόγω ντροπής.
.